- σανδαλίου
- σανδάλιονsandalsneut gen sgσανδάλιοςsandalsmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
HABENAE — A. Gell. l. 2. c. 26. sunt loram, quibus sandalia seu soleae ad pedem religabantur, circa digitos primores, non enim illae, calceorum instar, concavae erant, sed planae, et solum πέλμα κάττυμα habentes, istiusmodi habenis omnino opus habebant.… … Hofmann J. Lexicon universale
χιτώνας — Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον… … Dictionary of Greek
ύσκλος — και ὕσχλος, ὁ, ἡ, Α 1. δερμάτινο κορδόνι ή τρύπα από την οποία περνούσαν το δερμάτινο κορδόνι σανδαλιού 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὕσκλοι αἱ λαγναὶ τῶν ἱματίων». [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος τού καθημερινού λεξιλογίου, πιθ. δάνειος, άγνωστης, όμως,… … Dictionary of Greek
Ροδόπη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύμφωνα με πληροφορίες που μας δίνει ο Οβίδιος, η Ρ. ήταν θυγατέρα του Πόντου ή του Στρυμόνα και σύζυγος ή, κατ’ άλλους αδελφή, του Αίμου. Οι θεοί τους τιμώρησαν να μεταμορφωθούν στα ομώνυμα όρη, επειδή τόλμησαν να… … Dictionary of Greek